ανακυρτώνω

ανακυρτώνω
κάνω κάτι κυρτό, καμπυλώνω ή κυρτώνω εκ νέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάκυρτος.
ΠΑΡ. ανακύρτωση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανάκυρτος — η, ο (Μ ἀνάκυρτος, ον) ο κυρτωμένος προς τα επάνω ή προς τα πίσω, καμπουρωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα + κυρτός < κυρτός. ΠΑΡ. νεοελλ. ανακυρτώνω] …   Dictionary of Greek

  • ανακύρτωση — η [ανακυρτώνω] 1. κύρτωση προς τα επάνω, καμπύλωμα 2. η εκ νέου κύρτωση …   Dictionary of Greek

  • κυρτώνω — (AM κυρτῶ, όω) [κυρτός] 1. κάμπτω κάτι ώσπου να σχηματίσει τόξο, λυγίζω, καμπυλώνω («κυρτῶν τε νῶτα κεἰς κέρας παρεμβλέπων», Ευρ.) 2. είμαι ή γίνομαι καμπούρης, καμπουριάζω νεοελλ. κάνω κάτι καμπύλο προς τα έξω, ανακυρτώνω μσν. (η μτχ. παθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”